ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Ι. Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
΄Ετσι λοιπόν! Μπορούμε να οραματιστούμε το τέλος του κόσμου, να πιστέψουμε με αγαλλίαση (;) με ηδονική φρίκη (;) ότι θα πέσει ο κομήτης, ότι ο ιός θα ξεφύγει από τα εργαστήρια, ότι οι πόλοι της γης θα αλλάξουν, ότι ο πυρηνικός χειμώνας θα σημάνει την αποτελεσματικότητα της παραγωγής πυρηνικών όπλων! Ναι μπορούμε να μιλήσουμε με σχετική άνεση για τη μοιραία ρήξη κάθε κοινωνικού συνδέσμου. Να φανταστούμε με άγρια πίστη το τέλος της ιστορίας, το τέλος της πλανητικής μας υπόστασης. Αλλά ενώ με τέτοια άνεση μπορούμε να φανταστούμε το τέλος δεν μπορούμε ούτε στιγμή και με την ίδια άγρια πίστη, την ίδια ευδαιμονία να σκεφτούμε, να συζητήσουμε και να δράσουμε για την αλλαγή του κόσμου. Φαίνεται πως η ου/τοπία της απώλειας κάθε τόπου είναι ισχυρότερη από την ουτοπία του ρεαλισμού, της αλλαγής του κόσμου μέσα στον κόσμο μας. Μας είναι πιο εύκολο να σχεδιάσουμε ένα καταφύγιο για ανθρώπους και σπόρους, με άλλα λόγια να υλοποιήσουμε μια κιβωτό της εξαφάνισης και του ενδεχόμενου της σωτηρίας (προ-ορισμένης και για προ-ορισμένους περι-ορισμένους τον αριθμό) παρά να σκεφτούμε - στο ελάχιστον έστω - τη δυνατότητα επιλογών για ριζική αλλαγή των κοινωνικοπολιτισμικών τρόπων του ανήκειν και της θέασης της πραγματικότητάς μας. Καλύτερα νεκροί παρά άλλοι. ΄Η μήπως είμαστε αδύναμοι να αντισταθούμε στην απορροφητική ικανότητα του φαντασιακού ΄Αλλου, ως Νεκρού...Και κυρίως γιατί η χειρονομία της αλλαγής φαίνεται να μην είναι ισχυρή στη βάσανο της εξάρτησης από την εσχατολογία;
Μα και η χειρονομία της αλλαγής στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού πόσες φορές δεν νοηματοδοτήθηκε από το θρίαμβο του τέλους πάνω στο ατελές, το θρίαμβο της πληρότητας ενός επέκεινα που επι/τέλους πραγματώθηκε επί της γης. Γιατί συχνά φιλοσοφικά συστήματα θριαμβολόγησαν με τους όρους ενός τελικού ορίου; Αλλά και γιατί συχνά πολιτικές θεωρίες - όσο συμπαθείς ή ειδεχθείς - εξύμνησαν το τέλος ως δικαίωσή τους;
΄Ετσι το πρωσικό κράτος νοηματοδότησε ένα τέλος καθώς η Απόλυτη Ιδέα του χεγκελιανού στοχασμού πραγματώθηκε ως ουσία σε αυτό, οριοθετώντας τον ζωτικό χώρο του Χέγκελ. Ο ναζισμός θριαμβολόγησε όχι μόνον για το τέλος της ιστορίας μέσω της ρητορικής για μια -ακόμη - "νέα τάξη πραγμάτων" επιδιώκοντας να αποδώσει ουσία στο φαντασιακό της Αρείας Φυλής. Ο ναζισμός θριαμβολόγησε και για το τέλος των φυσικών επιστημών όταν στο Ινστιτούτο Max Plank η Θεωρία των Κβάντα θεωρήθηκε το τέλος των επιστημών, άλλη μια ταφόπλακα στις στάχτες των καμένων βιβλίων της Νυρεμβέργης. Την ίδια περίοδο, στη Σοβιετική ΄Ενωση, ο Στάλιν, προσφερόμενος ως εργαλείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, κατά συνέπεια ταυτισμένος με το ΄Αλλο της ιστορίας, κατέγραφε, ως το μολύβι του συνολικού κομματικού νου, στο συνταγματικό κείμενο της Ε.Σ.Σ.Δ. το τέλος της πάλης των τάξεων στις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Και όχι μόνον αλλά και το τέλος του πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης, την εμφάνιση του σοβιετικού πολίτη που κατακτά τη νέα σοβιετική επιστήμη και βάζει τέλος στα λογοτεχνικά ρεύματα του αστισμού. Το τέλος της ουτοπίας δια της πραγματώσεώς της.
΄Ομως για κάθε επίτευγμα τέλους ένα νέο καθήκον ανατέλλει. Η περιφρούρησή του. Η περιφρούρηση του τέλους της επιστήμης δια των αρείων επιστημόνων από τις εβραϊκές επιστήμες (λ.χ. της ψυχανάλυσης), η περιφρούρηση του τέλους του αταξικού παράδεισου από τις δυνάμεις της αντεπαναστατικής παλινόρθωσης κ.ο.κ. Κάθε διακήρυξη περί τέλους οργάνωνε ταυτοχρόνως και τη ρητορική περί περιφρούρησης του τέλους από τον κίνδυνο του τέλους του. Και αυτή η ρητορική νομιμοποιούσε από τη μια τα στρατόπεδα εξόντωσης του ναζισμού και από την άλλη τα στρατόπεδα εξόντωσης του σταλινισμού. Τη νύχτα των κρυστάλλων και τη δίωξη των κρυμμένων εχθρών του τρίτου ράιχ και τις νύχτες των δικών της Μόσχας (στα 1936 αρχής γενομένης και για τις δύο περιπτώσεις) για τους κρυμμένους εχθρούς του "αταξικού κράτους" (πόση αντίφαση σε αυτή τη φράση) της ΕΣΣΔ. Κάθε ολοκληρωτισμός συγκροτείται επί τη βάσει των εχθρών του. Και αν δεν υπάρχουν εχθροί ο ολοκληρωτισμός οφείλει να τους εφεύρει, να τους επινοήσει.
Η σύγχρονή μας διακήρυξη περί του τέλους της ιστορίας (εκ Φουκουγιάμα εκπορευόμενης) σηματοδότησε την πραγμάτωση της ου/τοπίας της αγοράς ως τέλος. Μιας αγοράς που ακριβώς επειδή σχεδιάστηκε ως ένας μη[ου]τόπος σήμανε την απαλλαγμένη από περι-ορισμούς, από νομικές και κανονιστικές τοπολογίες νεοφιλελεύθερη εκδοχή του παγκόσμιου. Οργάνωνε δε την προστασία αυτής της πραγματωμένης ου/τοπίας από το τέλος της δια ρητορικών περί τρομοκρατίας και διαρκούς πολέμου με σκοπό τον μέγιστο δυνατό έλεγχο του πιθανού τέλους στο τέλος που κατακτήθηκε.
Αλλά και κάθε συνθήκη ειρήνης δεν κατέληγε στη διαπίστωση πως τελείωσαν τα βάσανα της ανθρωπότητας και πως τώρα είναι η ώρα της μελλοντικής ανοικοδόμησης νοηματοδοτώντας εκ νέου τη διεθνή νομιμότητα ως εκείνους τους "αντικειμενικούς" (για τη συγκεκριμένη κάθε φορά συνθήκη) κανόνες, "αντικειμενικούς" αφού είναι το αποτέλεσμα του τέλους του πολέμου. Μια νομιμότητα που αντλεί την ισχύ της από το σκοπό της διαφύλαξης του τέλους του πολέμου (στην περίπτωση αυτή) από το φόβο για το τέλος του τέλους του. Να μια άλλη εκδοχή του ορισμού της νομιμότητας. Ο νόμος διατυπώνεται στην κατάκτηση ενός τέλους και προστατεύει αυτό το τέλος από το τέλος του.
Αλλά τι είναι αυτή η προστασία του τέλους από το τέλος του; Είναι τα ερείπια της προόδου. Τα ερείπια της προόδου, που σωρεύονται παγιδευτικά στα πόδια του αγγέλου της ιστορίας στην αναπαράσταση του πίνακα του Κλέε από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (δες αριστερά της αναρτήσεως αυτής το σχετικό απόσπασμα)
(Πάουλ Κλε, Ο Νέος ΄Αγγελος [Angelus Novus]) είναι η υλικότητα της περιφρούρησης κάθε τέλους από το τέλος του. Αυτά τα ερείπια της προόδου φαίνεται να είναι τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης του δυτικού πολιτισμού. Φαντάζουν ως σημεία μιας αέναης προσπάθειας να κατακτηθεί ένα τέλος και ύστερα να προστατευθεί ως ένα τέλος που κατακτήθηκε. Αυτός ο φόβος για το τέλος του τέλους που μετουσιώθηκε σε πολιτική δίωξη, σε κυνήγι αιρετικών, κάθε είδους, σε γενοκτονίες, αφανισμούς, πολιτικά ή/και καλλιτεχνικά μανιφέστα, κ.ά. Αυτός ο φόβος για το τέλος του τέλους που μας παγιδεύει ανάμεσα σε ερείπια ως τίμημα προόδου, δηλαδή αυτοί οι κανόνες και οι περιορισμοί που είναι σημασιολογικά ισοδύναμα του δέντρου της γνώσης για να διαφυλαχθεί η ου/τοπία του παράδεισου από τους τόπους της γης.
Και το τέλος του παράδεισου τι άφησε στην ανάμνησή μας παρά τις στάχτες, τα ερείπια μιας νέας πορείας μέχρι να συναντηθεί το παλαιό με το καινό στη βιβλική κειμενική αλληλουχία, με τις βιβλικές καταστροφές και τα βιβλικά σημεία εκ νέου κίνησης της αφηγηματικής της ιστορίας. Στην πορεία αυτή, από την τετελεσμένη εξορία από τον παράδεισο μέχρι την έλευση του δεύτερου παράδεισου, μια αλυσίδα καταστροφών και δοκιμασιών μέχρις εκείνης της γραφής μιας νέας είδησης -χαρμόσυνης και σωτηριολογικής - εκείνης του Ευαγγελίου. Αλλά και πάλι στη χαρμόσυνη είδηση εμπεριέχεται μια νέα εγρήγορση και προετοιμασία για το τέλος του κόσμου τούτου και την επανατοποθέτησή μας στον αρχικό ουτοπικό παράδεισο. Η εγκατάσταση σε αυτόν θα γίνει αυτή τη φορά με επίγνωση των νέων κανόνων, προϊόν εκείνων των καταστροφών που προηγήθηκαν, ώστε πλέον ο παράδεισος να ταυτιστεί με την αιωνιότητα. Αυτή η σημασιολογική μετατόπιση του παράδεισου με σημαινόμενο την αιωνιότητα δημιουργεί και αυτή με τη σειρά της μια εικόνα ενός Σαββάτου δίχως δείλι, Sabbat sans soir, όπως σημειώνει ο Ντεριντά, μια ατέρμονη παύση μπροστά στη θέαση της δημιουργίας. Δημιουργία μεν αλλά σε παύση δε. Μια ακινησία στην απώλεια του χρόνου. Η κατάκτηση επιτέλους ενός ατέλειωτου τέλους. Αλλά για να διασφαλιστεί αυτό το ατέλειωτον τέλος και να είναι βεβαία η ματαιότητα κάθε παράβασης, τελεσίδικη η ισχύς του καλού έναντι του κακού που ως νέος όφις να μην μπορεί να ψελίσει πειρασμούς, αυτοί που θα βιώσουν τη σωτηρία δε θα είναι οι μωρές παρθένες αλλά μονάχα οι μετανοημένες. Μια σωτηρία τελεσίδικη και μια παύση οριστική μέσω του άκτιστου χρόνου της αιωνιότητας βασισμένη στην εμπέδωση των κανόνων της μετανοίας και της μεταστροφής (ανάλογα του δόγματος ή και της αιρέσεως που ασπάζεται κανείς) ώστε να μη χρειαστεί να καταστραφεί εκ νέου αυτή η παραδείσια παύση από κάποια μυστήρια άμυνα του θεϊκού απέναντι στην επιλογή της περιορισμένης - αλλά συχνά αποτελεσματικής - αδυναμίας του κακού να ασκεί τη δύναμή του. Η καινή είδηση για μια αιωνιότητα δίχως τέλος και κυρίως δίχως το φόβο για το τέλος του τέλους.
ΙΙ. ΑΝΟΙΧΤΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΑ: ΝΟΗΜΑΤΑ - ΣΚΙΤΣΑ - ΤΑΞΙΔΙΑ
Θα ήταν σημαντικό να σκεφτούμε την κυκλικότητα με την οποία αρχιτεκτονείται κάθε αιωνιότητα της ου/τοπίας και κάθε ου/τοπία της αιωνιότητας. Κάθε τέλος επιζητεί απεγνωσμένα το τέλος του και κάθε νόημα την απουσία του νοήματος στην ασυλία μιας τελειωμένης και εξ αυτού τέλειας βεβαιότητας. Αυτή η άνευ ορίων παράδοση στην απουσία νοήματος που βρήκε και το αντίστοιχό της στην ψυχοπαθολογία με τον όρο της ψυχανάλυσης του Dasein, χαϊντεγκεριανής προέλευσης, Νεύρωση-απώλειας του νοήματος [Sinnlosigkeit Neurose]. Μιας βεβαιότητας όπου για παράδειγμα η χρήση των διατυπώσεων του τύπου "αύριο θα ανατείλει ο ήλιος" θα ταυτίζεται με διατυπώσεις όπως "κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει¨, συγκολλώντας βίαια το χτες με το τώρα και το αύριο, ολοκληρώνοντας το νόημα στην ου/τοπία της α-νοησίας. Αυτή είναι η καταληκτική ου/τοπία που κάθε φορά επιχειρείται να δεσμευτεί σε ένα και μόνον ένα πλήρες σχέδιο-εικόνα, σε ένα και μόνον έναν τρόπο πραγμάτωσης κάθε κανόνα, σε έναν και μόνον έναν μηχανισμό παραγωγής κανόνων, εκείνον που θέλει το μερικό να είναι καθολικό, το ατελές τέλειο, το χρονικό αχρονικό, το νοηματοδοτημένο ανόητο.
Από φόβο για το τέλος του τέλους, από το φόβο για κάθε απουσία νοήματος, η βία αναγορεύεται σε αναγκαιότητα και πραγματώνεται ως εγκαθίδρυση ενός και μόνον ενός συστήματος νοήματος, μιας και μόνον μιας εικόνας, ενός και μόνον ενός τόπου. ΄Ετσι επιδιώκεται ο έλεγχος πάνω στην απειλή που βρίσκεται σε ό,τι περισσεύει. Μια απειλή απέναντι στη διαρκώς αναδυόμενη ποικιλότητα που αέναα μας καταδικάζει στο μαρτύριο του Προκρούστη να κατακρεωργούμε ό,τι περισσεύει, να ελέγχουμε. Μια διαρκώς υποκινούμενη ψευδαίσθηση στο τέλος της οποίας καταλήγουμε ανήμποροι να ελέγξουμε. Παρασυρόμαστε από το ορμητικό ποτάμι των μεταφορών μας για την αλήθεια, αυτό το άρρητο που κενολογεί μέσα στη ρητή μεταφορικότητά του, στις διαρκείς μυθοποιήσεις του. Μέσω αυτού του νιτσεϊκού πλήγματος στον ναρκισσισμό των μύθων[μας] μοιάζει - για να κενολογήσω κι εγώ σε αυτό το ατελεύτητον των μεταφορών - ως να οδηγούμαστε κατευθείαν στο άσυλο της άγνοιας με όρους αυθαιρεσίας των νοημάτων, ηδονικής παραίτησης από κάθε αναζήτηση τελικού νοήματος, παραδομένοι στην επιθυμία της παραίτησης, στη λύτρωση της τελικής καταστροφής κάθε τέλους που καταχτήθηκε κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά. Γιατί υπάρχει το άρρητο και η μεταφορά είναι το σήμα του. Υπάρχει αυτό που δεν μπορούμε να πούμε και γύρω από το οποίο συγκροτείται η συμπτωματολογία, η μεταφορά κάθε ασθένειας που μόνη της θεραπεία (με την έννοια της περιποίησης του ορατού και αόρατου τραύματος) είναι η δυνατότητά της να υλοποιηθεί μέσω της υλικότητας της γλώσσας.
Πρόκειται για αυτό το αίσθημα της ριγμένης ύπαρξης μέσα στον κόσμο - αυτή την ποιητική του Ρίλκε και όχι μόνον - που επιζητεί να διατυπώσει την άρρητη τρέλα του γεννήτορά της, να μάθει τα γεγονότα που έγιναν ή που υπονοήθηκαν ότι είναι δυνατόν να γίνουν και με τα οποία κάθε γεννήτορας έθρεψε τη ψυχή των παιδιών του/της. Αυτό είναι το αίτημα για κάθε περιεχόμενο, για κάθε αίσθηση, για κάθε επιθυμία.΄Ενα αίτημα να γεννηθεί η αίσθηση από τη διαίσθηση, η επιθυμία από τις ανάγκες, το νόημα από το σύμπτωμα της απουσίας του, το σώμα από την ανοριακότητα. Το αίτημα κάθε ψυχοθεραπείας. Το αίτημα της ιστορίας. Να βρούμε αυτό που νιώθουμε πως ενώ δεν το έχουμε κι όμως μας περισσεύει. Να δούμε ποιο είναι το έρμα μας αλλά και γιατί το λέμε έρμα όταν το βρίσκουμε. Να αφηγηθούμε μέσω της γλώσσας τη δημιουργία του έρματός μας στο ταξίδι της πόλεως, της πολιτείας. Σε αυτό το ταξίδι που από την εποχή του Σοφοκλή - και όχιν μόνον- είναι το ταξίδι της πόλεως ως ζήτημα διακυβέρνησης του καραβιού. Μια μεταφορά ισχυρότατη μέχρι τις μέρες μας.
Περί ταξιδιού αλλά και περί έρματος και ο πρόλογος του φιλοσόφου Bιτγκενστάιν στις φιλοσοφικές παρατηρήσεις του: "οι φιλοσοφικές παρατηρήσεις αυτού του βιβλίου είναι κάτι σαν πλήθος από σκίτσα τοπίων που γεννήθηκαν σε αυτά τα μακρά και περίπλοκα ταξίδια".
Η πλήρης ανατροπή των μέχρι τότε μονοσήμαντων δεδομένων μας! Κανένα ταξίδι, όσο μακρύ και όσο περίπλοκο και αν βιώνεται, δεν καταλήγει σε μία και μοναδική νοηματοδότηση, σε μία και μόνον μύηση κι επομένως σε μία και μόνο μυθοποιητική διαδικασία. Πρόκειται για την πληθυντικότητα των τοπίων και όχι για την ενικότητα της ουτοπίας. Πρόκειται για σκίτσα και όχι για τελειωμένα και επομένως νεκρά (ερειπωμένα) τοπία. Πρόκειται για τη δημιουργία "ανοιχτών χώρων" στη θέση των "κλειστών" που καταρρέουν σε κάθε τέλος ως ερείπια-σημάνσεις προόδου. Το ταξίδι μπορεί να είναι ένα - ως ισχυρή μεταφορά ζωής και διακυβέρνησης του καραβιού - αλλά κρατά πολλές ραψωδίες. Διέρχεται από ακατάληπτα υβρίδια χώρων, μορφών και νοηματικών κατασκευών. Σκίτσα που επιζητούν να οργανωθούν γύρω από τελικά σχέδια.
Αλλά ακριβώς λόγω αυτού του αιτήματος για κατάληξη, για ένα τελειωτικό συμπέρασμα, είναι πολλές οι φωνές και όχι μόνον μία. Δεν είμαστε εμείς, αυτό το φαντασιακό ένα, που τραγουδούμε τα πάθια και του πόθους μας. Στην Οδύσσεια δεν τραγουδά μόνον ο Οδυσσέας για τα του εαυτού. Τον τραγουδούν και άλλοι, συχνά μπροστά του αγνοώντας πως είναι αυτός. Και μάλιστα μέσω της προφορικής παράδοσης και από ραψωδό σε ραψωδό τον διαμορφώνουν πολλοί περισσότεροι. Μας αφηγούνται και άλλοι. Είμαστε ήδη αφηγημένοι από τους άλλους και από τα πριν. Υπάρχουν προκαταβολικές αφηγήσεις για μας πριν από μας και εμείς δεν είμαστε παρά ένα σύνολο φωνών και σκίτσων. Είμαστε το καράβι αλλά ταυτοχρόνως και το έρμα του. Κι αυτό είναι κάτι που ζητάμε νευρωσικά να τελειώσει. Δεν μας βολεύει διόλου η ετερογλωσσία, η πολυφων[η]κότητα του Μπαχτίν, ο μύθος και η ιστορία του, η ιστορία και οι μύθοι της. Ζητάμε το καταφύγιο του τέλους των φωνών. Την ισχύ να κυριαρχήσουμε στις φωνές μας με μια άλλη φωνή, είτε δανεική από το θεολογικό εξωτερικό/εσωτερικό σύμπαν είτε μονομερής γεννημένη από μία πλευρά του πολύπλευρου και ανοιχτού εαυτού, αυτής της εαυτότητας. H βία των ενστίκτων μας - που διεκδικούν τη μεταμόρφωσή τους σε επιθυμία - επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της μίας φωνής και της μίας σήμανσης. Την κατάληξη. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη βία. Η ανάγκη μας για κατάληξη. Η ανάγκη μας για έναν κλειστό κόσμο και ένα κλειστό στις άλλες του πλευρές, και άρα ακρωτηριασμένο, εαυτό. Μισούμε την περίσσεια μας, το έρμα μας, που ταυτοχρόνως είναι προϋπόθεση του ταξιδιού μας αλλά και όπως φαίνεται εμπόδιό μας κατά την τακτοποίηση των αποσκευών μας. Και αυτή η τακτοποίηση είναι η βία του ακρωτηριασμένου απένανται στην ποικιλότητα του πολύμορφου. Η βία του τέλους πάνω στην ψυχ/αγωγική ατέλεια.
ΙΙΙ. Η ΠΕΡΙΣΣΕΙΑ ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αλλά γιατί είμαστε τόσο αποκαμωμένοι από την προσπάθεια περιορισμού εκείνου που περισσεύει, αποκαμωμένοι από την ένταση της δικής μας βιαιότητας, με την οποία προσπαθούμε να χωρέσουμε εκείνο που διαφέρει, περισσεύοντας, στις διαστάσεις της βαλίτσας των ταξιδιών μας; Γιατί όταν η βία δεν έχει πού να ξεσπάσει από την ήττα της διοχετεύεται στη λυτρωτική επιθυμία για το τέλος του κόσμου, που στις μέρες μας έχει βρει άλλον έναν ακόμη χρονολογικό προσδιορισμό, το 2012. Και στα καθ' υμάς γιατί κάθε απόπειρα αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων όταν εισέρχεται στο προσκήνιο αυτός ή αυτοί που δείχνουν να περισσεύουν από τα κυρίαρχα (και περισσεύουν οι νέοι άνεργοι, περισσεύουν οι πεινασμένοι από την ου/τοπία του καταναλωτισμού, οι άστεγοι από την ευδαιμονία των στεγαστικών δανείων, οι άρρωστοι των διαδρόμων στα νοσοκομεία κ.ά.) αντιμετωπίζονται με την απωθημένη κακία του φόβου για την απειλή που πλανάται στα κεφάλια μας περί τέλους της δημοκρατίας μας και τέλους της κοινωνικής ειρήνης; Γιατί αντί να ακούσουμε και να ξανασκεφτούμε τα νοήματά μας επιλέγουμε τον τρόμο για το τέλος της τέλειας κοινωνίας μας; Τον τρόμο του τέλους του τέλους; Τον τρόμο να επασυνδεθούμε με τα ακρωτηριασμένα μέλη μας; Αποκαλυπτική - και στις μέρες μας - η κατανάλωση της βίας. Και στο σήμερά μας είναι μια ακόμη καταναλωτική εικόνα βίας ανάμεσα και σε κινηματογραφικές εικόνες βίαιου τέλους του κόσμου, που εντελώς συμπτωματικά κάνουν την εμφάνισή τους ως traillers προσεχών ταινιών και ως ολοκληρωμένες ταινίες αυτόν τον καιρό της οικονομικής κρίσης και των διαδηλώσεων. Αποκαλυπτική η βία κάθε δόγματος (θρησκευτικού και πολιτικού) για την επιβολή ενός τέλους υπό το κράτος του φόβου για το τέλος του τέλους.
Και τώρα μήπως πρέπει να δούμε κάπως αλλιώς τον άθλο του Θησέα όταν εξοντώνει τον ληστή Προκρούστη; Την αποτελεσματικότητα αυτού του άθλου όταν λειτουργεί ως ναρκισσιστική μεν αλλά λειτουργική αναφορά στο παρελθόν της πόλης των Αθηνών που μετασχηματίστηκε σε πολιτεία της δημοκρατίας; Μήπως πρέπει να ξανασκεφτούμε πριν σκεφτούμε το τέλος του κόσμου την παραίτησή μας από τον έλεγχο αυτού που περισσεύει; Μήπως πρέπει να δούμε εκ νέου την περίσσεια (που καθορίζει το έργο του Ντεριντά) ως διαφωρά, ακόμη και ως ενδεχομενικότητα όχι με την έννοια του μετα-νεοτερικού (μια διατύπωση που ο ίδιος δεν αποδέχτηκε) αλλά με την έννοια του συγχρονικού συμβάντος, του τι μας συμβαίνει τώρα ως ενδεχόμενο της ιστορίας. Μήπως πρέπει να δούμε ότι δίχως την περίσσεια, αυτό το έρμα, από την οποία μας απαλλάσσει ο Προκρούστης δεν θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην πόλη των Αθηνών παρά ανερμάτιστοι και κατά συνέπεια αδύναμοι να συμμετέχουμε. Αδύναμοι για πολιτική συμμετοχή ώστε να ταξιδέψει το καράβι της πολιτείας ( το καράβι με το έρμα του) και να τεθούν τα ζητήματα της διακυβέρνησής του. Ακρωτηριασμένοι και ανερμάτιστοι σημαίνει πως θα βρούμε την Αθήνα ένα πεδίο τελειωμένο, θα βρούμε δηλαδή στην πόλη μας τον ολοκληρωτισμό και όχι τη δημοκρατία. Γιατί λοιπόν επιδιώκουμε το τέλειο, ελέγξιμο και ακρωτηριασμένο, και όχι το ατελές, ανοιχτό, ενδεχομενικό και πολύπλευρα-πολυεπίπεδα-πολυφωνικά ολόκληρο; Γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε το ολόκληρο ως διεργασία που για να περιέχει το άπαν παραμένει μονίμως ανοιχτή; Το ολόκληρο δεν είναι το τελειωμένο αλλά το ατελές.
Ας σκεφτούμε λίγο πριν παραδοθούμε στην από-γνωση (έρχεται στο νου κάθε φορά που ακούω ή γράφω τη λέξη από-γνωση η λέξη από-νερα) για το τέλος του τέλους πως η κατάκτηση ενός τέλους δεν είναι παρά μια προσωρινή κυριαρχία δυνάμεων σε άλλες. Ας σκεφτούμε πως πάντα κάτι θα περισσεύει. Ας δούμε πως όσο κι αν εξαφανίζεται η περίσσεια, το έρμα, προσωρινά, μέσω της ιδεολογίας - που μετασχηματίζει την ανεπάρκεια σε αυτάρκεια και τη μερικότητα σε κατάληξη της ιστορίας - θα επανεμφανίζεται η περίσσεια διεκδικώντας την εκ νέου παρ-ουσία της (πάντα παρά την ουσία, πάντα τείνοντας στην ουσία). Ας επιθυμήσουμε αντί της καταστροφής, την επικαιροποίηση της ιστορίας. Ας δημιουργήσουμε τις νέες μας μεταφορές τείνοντας προς το άρρητο. Ας αναγνωρίσουμε τη διαφορικότητα κάθε συστήματος διαφορών. Ας αντισταθούμε μέσω της φαρμακείας της ιστορίας που συνήθως αντιμετωπίζεται ως ασθενής, όπως και κάθε περίσσεια, κάθε διαφορά. Η νεκρή ιστορία είναι μια διαφορά εξοβελισμένη σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για κάθε είδους διαφορετικότητες. Αυτό είναι το τέλος του κόσμου μέσα στον κόσμο και όχι το τέλος του κόσμου εκτός του κόσμου τούτου. Κι αν παραδοθούμε στον ολοκληρωτισμό παραδίδοντας το έρμα μας στη σωτηριολογία του δεσπότη Προκρούστη δεν θα υπάρξει φωνή να μας παρηγορήσει για τις επιλογές μας και τα έργα μας όταν και βιολογικά πλησιάσουμε σε μια παύση, σε μια σύν/ταξη. Γιατί οι φωνές της παρηγορίας μας, οι δημιουργικές φωνές κάθε παρα/μυθίας θα έχουν ήδη ακρωτηριασθεί.
Και αναδύεται το ερώτημα που ενδημεί εκεί ακριβώς ίσια στο κέντρο αυτού του τελικού παιάνα. Γιατί δεν αντέχουμε κάτι που δεν τελειώνει; Γιατί κι αν ακόμα κατακτήσουμε ένα τέλος ή καλύτερα γιατί αφού ο τελικός σκοπός επιτευχθεί τότε έπεται μια νέα ανησυχία για το τέλος του τέλους; Είναι τέτοιο το μίσος μας που συσπειρωμένοι γύρω από διαφορετικά δόγματα για το περιεχόμενο, το είδος και την τάξη που εγκαθιδρύεται γύρω από αυτό το αναμενόμενο τέλος, έχουμε διεξαγάγει αμέτρητους πολέμους, έχουμε κατασκευάσει συγκεκριμένες παραστάσεις για τους διαφορετικούς ανάμεσά μας, για αυτούς που τολμούν να μην μισούν επειδή θα υπάρξει η αποκάλυψη της διάλυσης εις τα εξ ων συνετέθη.
΄Ετσι λοιπόν! Είμαστε τόσο ευσεβείς που παύουμε να μισούμε τον συμπολίτη μας και τον πολιτικό, επαγγελματικό μας αντίπαλο μόνον όταν αυτός αρρωστήσει και μόνον όταν τελικά αυτός πεθάνει! Αγαπούμε τον πλήρη ακρωτηριασμό μας; Αγαπούμε μόνον τον νεκρό; Νεκρές Ψυχές, λέει ο Γκόγκολ, κάτι σαν Νεκρές Αγάπες. Αλλά η επανεξέταση της στάσης μας - κάθε ανάταση /ανά-σταση - είναι αυτή η χαρά της ανατροπής του ακρωτηριασμένου και τελεσίδικου από το ανοιχτό και ολοκληρωμένο...Γιατί πως αλλιώς να δει κανείς το ολόκληρο αν δεν γνωρίσει το άνοιγμά του, τον αέναο μετεωρισμό του στο σύμπαν των ενδεχόμενων. Την παρέμβαση του υποκειμένου, ως πολυφωνία του κριτικού ρεαλισμού (και υπό αυτήν την έννοια το υποκείμενο δεν έχει απωλέσει τη δική του ισχύ έναντι της ισχύος της κοινωνικής δομής, είναι διαφορετικής τάξης έρματα αυτά) στην διαρκή αλλαγή του κόσμου.
΄Ομως δεν είμαστε μετά. Είμαστε τώρα. Και τώρα δεν βιώνει κανείς και καμμιά το τέλος του κόσμου-πλανήτη. Τώρα είναι η ώρα να δει κανείς κατά πόσο αντέχει να βιώσει τους πολλαπλούς κόσμους της ανισότητας και της αδικίας και να αντιληφθεί πως κανένας κόσμος δεν περισσεύει από τη βαλίτσα του καθώς πορεύεται, τώρα, το ταξίδι της αναπνοής του. Από αυτό το τώρα όποιος κρύβεται παράγει κινδυνολογίες γιατί δεν είναι διατεθειμένος να κοιτάξει στη βαλίτσα του τι είναι αυτό που την βαραίνει και του περισσεύει. Να δει την ανάγκη του για βάρος και να τη διαχωρίσει από την επιθυμία του για βάρος. Να δει -δηλαδή - το φόβο του απέναντι σε κάθε διαφορά όχι υπό το κράτος της βιαιότητάς του, του ακρωτηριασμού του, αλλά υπό την αναγνώριση των πολλαπλών χειρισμών που κάνει για να μη δει ότι καθένας μας είναι προϊόν διαφορών και όχι προϊόν ομοιοτήτων.
Τώρα που διαβάζετε αυτό το κείμενο υπάρχετε. Κι αυτή η περίσσεια σας καθιστά υπεύθυνους απέναντι στην επιλογή δημοκρατία ή ολοκληρωτισμός, δηλαδή το ανοιχτό στα ενδεχόμενα μερικό ή το κλειστό δόγμα ως ολόκληρο και τελειωμένο. Τώρα. Διαφορετικά μπορούμε ως Ultimoi Barbarorum (Oι τελευταίοι/οι ουτιδανοί των βαρβάρων) να κατασπαράξουμε τη νέα γενιά παραδίδοντας τα κλειδιά της ασυλίας μας στο ίδρυμα ενός λόγου α/νόητου και ολοκληρωτικού από τους κινδυνολογούντες με την ευδαιμονία της κυριαρχίας στις τσέπες τους. Τώρα διατυπώνεται ένα αίτημα. Το αίτημα της μη-κυριαρχίας. Της μη-κυριαρχίας από όλους προς όλους.
Και για να κατανοήσουμε καλύτερα τη βία με την οποία μεγαλώσαμε τις νέες γενιές παραμένοντας -τώρα- υποκριτικά έκπληκτοι στις αντιδράσεις τους παραθέτω αυτούσια δύο παραθέματα.
- από τον Ζιγκμουντ Μπάουμαν: "Μόλις τα παιδιά μάθουν να διαβάζουν, ή ίσως και από πολύ νωρίτερα,ξεκινά η εξάρτησή τους από τα μαγαζιά" και
- από τον Ντάνιελ Τόμας Κουκ: "οι μάχες που δίνονται στο πεδίο της καταναλωτικής κουλτούρας των παιδιών είναι ουσιαστικά μάχες για τη φύση του προσώπου και το φάσμα της προσωπικότητας στο πλαίσιο της ολοένα επεκτεινόμενης εμβέλειας του εμπορίου. Η εμπλοκή των παιδιών με τα υλικά, τα μέσα, τις εικόνες και τις σημασίες που αναδύονται από - αναφέρονται σε και διαπλέκονται με τον κόσμο του εμπορίου προβάλλει ως κεντρική στη διαμόρφωση προσώπων και ηθικών στάσεων στη σύγχρονη ζωή".
Kαταναλώνοντας τα παιδιά μας [πηγή:media education foundation]
Αντιλαμβάνεστε ασφαλώς πως μας είναι εξίσου εύκολο να καταναλώνουμε και εξίσου εύκολο να εξαρτούμε τα παιδιά μας από τον καταναλωτισμό ενώ την ίδια ώρα ανησυχούμε για το τέλος του πλανήτη και του κοινωνικού μας κόσμου ακριβώς για να μη βλέπουμε - και σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας- τι είναι αυτό που μας περισσεύει. Μετά αυτά τα ίδια τα αντικείμενα της εξάρτησής τους, κάποιοι νέοι, φαίνεται να καταστρέφουν. Αλλά καταστρέφοντας το αντικείμενο της εξάρτησης ο φόβος για το τέλος του τέλους και τελειωμένου κοινωνικού τρόπου ζωής επανέρχεται. Από τη φαυλότητα ίσια στο φαύλο κύκλο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις αντί να συζητήσουμε αυτό που έχει επίπτωση στη ζωή μας και για τη ζωή μας συζητούμε τον αφανισμό μας. Αντί της δράσης και της πολιτικής συμμετοχής μας στη δημοκρατία προτιμούμε τη λύτρωση από το φόβο μας αντιδωρίζοντας την ελευθερία μας σε όποιους μας κάνουν τη χάρη να μας εγγυηθούν την μη-ανησυχία για τις αγορές μας και κυρίως μας απαλλάξουν από το προνόμιο να πρέπει να σκεφτόμαστε την αγορά ως το δημόσιο χώρο της παρουσίας μας. Από τη μια ανάσα και από την άλλη θηλιά στο λαιμό. Αδύναμοι οι άνθρωποι και για αυτό ικανοί για τη φρίκη. Μπορούμε από τη μια - και είναι κατανοητό και δεκτό - να φρίττουμε για την πυργκαγιά ενός συνθετικού δέντρου του Δήμου Αθηναίων αλλά από την άλλη μπορούμε να λησμονούμε - και αυτό δεν είναι μήτε κατανοητό, μήτε αποδεκτό στη δημοκρατία - τα καμένα φυσικά δέντρα της Πελοποννήσου (και όχι μόνον) αλλά και να αδιαφορούμε για την καταστροφή των φυσικών δέντρων στα δάση μας. Κι όταν δεν μεριμνούσαμε για το δεύτερο δεν κατανοούσαμε ότι προετοιμάζαμε τις νέες γενιές για το πρώτο. Κι αυτή είναι η διαγενεακή ευθύνη μας.
Λοιπόν είμαστε οι βαλίτσες μας μόνον ή και ό,τι περισσεύει από αυτές; Η δημοκρατία έχει ανάγκη από ανοιχτότητες και ενδεχομενικότητες σωμάτων και όχι από ακρωτηριασμένες ψυχές και σώματα (και προφανώς δεν αναφέρομαι στους χειρουργικούς ακρωτηριασμούς της κυριολεξίας, γιατί οι ακρωτηριασμένοι- ιατρικώς - συμπολίτες μας συχνά καθρεπτίζουν το δικό μας ακρωτηριασμό στη δική τους πίστη στην ιστορία και στη ζωή.).
Βαγγέλης Ιντζίδης
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Κι όλο αυτό το οιωνεί ατελές κείμενο όπως κάθε κείμενο η ποίηση το συμπυκνώνει συχνά σε μερικούς στίχους αρχίζω με τους ακόλουθους
Κάτω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή/ Όταν όλα περάσουν/ Σε περιμένω.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Kι αν μου πάρεις την ιστορία από το νου/ Άδειο κουφάρι η σκιά μου
Βαγγέλης Ιντζίδης