Παρασκευή, Ιανουαρίου 16, 2009

Η ΨΗΦΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Η ψήφος των ποιητών
(κείμενο και παρεκβάσεις σε εξέλιξη)
Επ' αφορμή
Στο πολύτροπο βιβλίο της Πόλυς Χατζημανωλάκη – ένα βιβλίο μείξης των τρόπων της λογοτεχνικής αφήγησης, των τρόπων του στοχαστικού δοκιμίου, των τρόπων της ιστορίας και των τρόπων της θεωρητικής φυσικής - «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ» [1], υπάρχει ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Η ψήφος των ποιητών (από το τετράδιο της Τζέην ΄Αρρονσον)».
Στο κεφάλαιο αυτό (ένα είδος εγκιβωτισμού των σημειώσεων της συγγραφέως, του εργαστηρίου της, στο κύριο σώμα της αφηγηματικής πλοκής) η παρούσα δια των σημειώσεών της Τζέην ΄Αρρονσον, η νεκρή σύζυγος του Ιάκωβου Λογιάδη, ενός από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, σημειώνει για τον αγαπημένο της ποιητή Ανδρέα Κάλβο: «Σκέπτομαι μερικές φορές τη μικρή διαφωνία που είχε ο ποιητής με τη γυναίκα του, την 1η Νοεμβρίου του 1869. Παρά το ότι ήταν σοβαρά άρρωστος και αδύναμος, ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να πάει να ψηφίσει στις δημοτικές εκλογές του Λάουθ. Δε ξέρω αν τα κατάφερε να πάει ή αν υποχώρησε μπροστά στην προστατευτική απαγόρευση της Σαρλόττας – Αυγούστα [2]. Πόση σημασία να είχε άραγε γι’ αυτόν η άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος; Εκ πρώτης όψεως θα λέγαμε ότι δεν ξεχωρίζει ο ποιητής από τον πολίτη.» [3]
Στη συνέχεια, στο τετράδιο σημειώνεται η προ εικοσαετίας - από το αναφερόμενο περιστατικό της ζωής του Κάλβου - γκροτέσκα συμμετοχή του ΄Εντγκαρ ΄Αλαν Πόε στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ καθώς και ο θάνατός του την επομένη των εκλογών. ΄Εχοντας κατά νου πως ο Κάλβος ήταν πολύ άρρωστος - στην πραγματικότητα μελλοθάνατος - και επιμένει να ψηφίσει, η ηρωίδα καταλήγει στο σημειωματάριό της: «Αυτό που βλέπω είναι η τραγική ειρωνεία, όταν η πολιτική την υστάτη ώρα έρχεται να διεκδικήσει το μερίδιό της από τους «μελλοθανάτους»: από τον Πόε χωρίς τη θέλησή του [4] και από τον Κάλβο με τη θέλησή του. Ποια αόρατη δύναμη οδηγεί τους ποιητές πριν το θάνατο σε μια πράξη που κανονικά για αυτούς δεν έχει πια νόημα αφού αφορά το μέλλον; Είναι ότι η Πόλις, θα συνεχίσει να ζει και χωρίς αυτούς αλλά έχει ανάγκη να τη θρέψουν με την ψήφο τους, ή μήπως εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε πόσο τους αφορά η Αιωνιότητα;»
Η απάντηση είναι έμμεση αν δει κανείς πως η λέξη «μελλοθάνατοι» είναι γραμμένη εντός εισαγωγικών μερικές αράδες πιο πάνω. ΄Εμμεση αλλά ηχηρή: η αιωνιότητα τους αφορά καθώς οι μέλισσες του Κάλβου (έξοχο αφηγηματικό εύρημα για έναν Κάλβο μελισσουργό [5]) τριγυρίζουν ακόμη και σήμερα στα λιβάδια, όπου έζησε και πέθανε εξόριστος ο ποιητής, παρακολουθώντας – ίσως και για λογαριασμό του - τον Ιάκωβο Λογιάδη, έναν άλλο εξόριστο του Λινκολνσάιρ. Εξόριστο εκεί
από τα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα, ιδιόρρυθμο καθηγητή Μαθηματικών, που φιλοξενεί τον Πέτρο Ασλάνογλου, γιο συντρόφου στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Μεταξύ άλλων πρόκειται για μια αφηγηματική σύνθεση που πραγματεύεται τη θνητότητα και την αθανασία ως μια διαδικασία πολιτικής διαχείρισης. Πρόκειται για μια πρόταση μαθητείας στην απουσία και την παρουσία, στην ιστορία αλλά και στην ίδια τη λογοτεχνία καθώς το αφήγημα της Πόλυς Χατζημανωλάκη δικτυώνεται με ένα σύνολο λογοτεχνικών κειμένων. Από τον Πήτερ Λήβι και τη Μιούριελ Σπαρκ μέχρι την Τζέην ΄Ωστιν, τον Τόμας Χάρντι και τον Μωρίς Μαίτερλινγκ αλλά και τον Μπόρχες και τον Τ.Σ. ΄Ελιοτ. Η διακειμενικότητα της αφηγηματικής σύνθεσης εμπλέκει ακόμη τόσο ιστορικά κείμενα όσο και κείμενα βιολογίας και μελισσοκομίας
που υποστηρίζουν το αληθοφανές του ευρήματος της συγγραφέως περί Κάλβου-μελισσουργού. ΄Ενα αφήγημα-σπουδή για την ιδιαίτερη φύση της μαθητείας στη ζωή και για αυτό άξιο να αναγνωστεί ως μείξη [metissage] των οπτικών υπό το βλέμμα των μελισσών.
Θνητότητα και αθανασία: επιλογή και ποίηση.
Μερικούς μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις νήσος ένας συλλογικός τόμος με τίτλο «Περί θανάτου: Η Πολιτική διαχείριση της θνητότητας», που επιμελείται η Δήμητρα Μακρυνιώτη. Στον τόμο αυτό διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα του Ζίγκμουντ Μπάουμαν [Z.Bauman]: «[...] ίσως όλοι οι πολιτισμοί μπορούν να γίνουν κατανοητοί (ή τουλάχιστον να κατανοηθούν διαφορετικά, με έναν καινοτόμο τρόπο) αν νοηθούν ως εναλλακτικοί τρόποι πραγμάτευσης και επεξεργασίας αυτού του πρωταρχικού γνωρίσματος της ανθρώπινης ύπαρξης –τόσο του γεγονότος όσο και της επίγνωσης της θνητότητας -, έτσι ώστε να μπορεί να μετατραπεί από συνθήκη της αδυνατότητας μιας εννοηματωμένης ζωής σε μείζονα πηγή νοήματος της ζωής. Στο τέλος ο θάνατος, ένα γεγονός της φύσης, ένα βιολογικό φαινόμενο, επαναναδύεται ως πολιτισμικό τεχνούργημα, και σε αυτή την πολιτισμικά επεξεργασμένη μορφή του προσφέρει το βασικό υλικό για την οικοδόμηση κοινωνικών θεσμών και συμπεριφορικών προτύπων με κρίσιμη σημασία για την αναπαραγωγή των κοινωνιών στις διακριτές μορφές τους.» [6]
Αυτή ακριβώς η μείξη του βιολογικού τέλους με την νοητική σύλληψη της αθανασίας ενταγμένη στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης σηματοδοτεί τη συνύπαρξη των αντιθέτων. Εγγράφεται στο σώμα της ποίησης του 19ου αι. ως πραγμάτωση της χεγκελιανής Φαινομενολογίας του Πνεύματος. Με τη σειρά της αυτή η μεταγραφή της φιλοσοφίας στο σώμα της ποίησης διαμορφώνει όρους μιας πολιτισμικής πρακτικής για την επίλυση της σύγκρουσης ανάμεσα στο φθαρτό και το άφθαρτο, το εναπομείναν σπάραγμα, fragmentum, και την ολότητα του ποιητικού λογισμού, το ατελεύτητο σχεδίασμα και την τελική επεξεργασία. Αντιτίθεται στην ιδέα της μίμησης [mimesis] διαμορφώνοντας την αμεσότητα μιας αλήθειας που ενδημεί στην τέχνη και μόνον σε αυτήν [7]. Στην μεταναπολεόντεια Ευρώπη και καθώς κινούμαστε στο δεύτερο μισό του 19ου αι. φαίνεται πως η ποίηση από τη μια διεκδικεί την πολιτική και φιλοσοφική διαχείριση της πολιτισμικής πραγματικότητας αλλά και από την άλλη - κυρίως από το δεύτερο μισό του αιώνα αυτού- διαμορφώνει τη διακριτότητά της, ένα είδος βίαιης "αποκόλλησης" από την ουτοπία της ενοποιητικής σύνθεσης του ρομαντικού στοχασμού.
΄Εχει προηγηθεί η συμμετοχή του Κάλβου, στις αρχές του 19ου αι., στο κίνημα των Καρμπονάρων, η σύλληψή του και η απέλασή του από την Ιταλία (1821), η απογοήτευσή του από τη διχόνοια του 1826 στην πρωτεύουσα της επαναστημένης Ελλάδας, το Ναύπλιο, η επιστροφή του στην Κέρκυρα και η αυτοεξορία του στα 1852 στο Λάουθ της Αγγλίας. Έχει προηγηθεί η αστικολαϊκή ενότητα των επαναστάσεων του 1848 αλλά ταυτόχρονα έπεται/προετοιμάζεται η κατάλυσή της στην Παρισινή Κομμούνα (1871). Σε αυτή τη δραματική πορεία προς την οριστική διάρρηξη - "προάγγελος" της οποίας είναι η αυτοαπομόνωση του Καρμπονάρου Κάλβου στη διχασμένη επαναστατική Ελλάδα και η δεύτερη (αυτο)εξορία του στην Αγγλία - κάθε καλλιτεχνική και λογοτεχνική έκφραση επιχειρώντας να γεφυρώσει, τείνοντας στην ενότητα με το ένα, καταφέρνει το αντίθετο, δηλαδή να χειραφετείται σε επιμέρους κόσμους λογοτεχνικών και ευρύτερα καλλιτεχνικών αληθειών. ΄Ενας αιώνας που την έναρξή του σφράγισε με το έργο του ο Χέγκελ και που στο τέλος του ο Νίτσε και ο Μαρξ έχουν οργανώσει τις ανατροπές τους στη διαλεκτική της ηθικής, της οικονομίας, των κοινωνικών σχηματισμών, στις σχέσεις του υπο-κειμένου και του κειμένου, του ατόμου και της κοινωνίας.
Σε αυτόν τον αιώνα η αυτονομία της ποιητικής αλήθειας από τη φιλοσοφική αλήθεια και την πολιτική διαχείριση ως αλήθεια συντελείται δραματικά καθώς ο δημιουργός επιζητώντας την ένωση για να διασφαλίσει έτσι την υπέρβαση της θνητότητας καταφέρνει το αντίθετο, την αποσπασματικότητα. Προσφεύγοντας στο άφθαρτο των ιδεών πραγματώνει το αντίστροφο, την αιωνιότητα της φθοράς τους. Επιδιώκοντας τη νέα θέση στη διαδικασία της διαλεκτικής των αντιθέτων καταλήγει στην ανατροπή κάθε θέσης εν τω γεννάσθαι.
Την περίοδο αυτή το αίτημα της ενότητας με τους άλλους αλλά και το αίτημα της εγγραφής της ποίησης στο σώμα της κοινωνικής πραγματικότητας καταλήγει στην αποκοπή της ποίησης - κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης - από την πραγματικότητα της "κοινής γνώμης". Η ενότητα με τους άλλους κατακρημνίζεται στις ρωγμές του αποσπασματικού της συνύπαρξης με τους άλλους. Η νεωτερικότητα του αστικού κόσμου έχει διαμορφώσει για τα καλά τις νέες τοπολογίες και η ποίηση ιχνογραφεί τα δικά της όρια. Tις ουτοπίες της ποίησης, τους τόπους των ποιημάτων και τα ατοπήματα των ποιητών. Εμπρός κι ας είναι πίσω μας γκρεμός, μοιάζει να λέει ένας ολόκληρος αιώνας τόσων δημιουργικών φωνών, και ας είναι αύριο ο κατακλυσμός!Αυτό το εμπρός στη ρίζα κάθε ματαίωσης είναι η τομή της ιστορίας, η εξέλιξη μέσω ασυνεχειών, στην ασήμαντη αλλιώς αιωνιότητα.

Η παραδοξότητα της ποιητικής χειραφέτησης
Αναζητώντας τη σύνθεση των αντιθέτων, της θνητότητας και της αθανασίας, η ποίηση δημιουργεί υπό το αίτημα της αναζήτησης του κοινού τόπου. Το εγχείρημα καταλήγει στον αποχωρισμό του ποιητή από την κοινότητα, στη ματαίωση του παθιασμένου αιώνα του ρομαντισμού για συνένωση με το ένα αλλά και στην τραυματική επανάληψη της απόπειρας. Η ποίηση ορίζεται ως ο άλλος τόπος για τον οποίο σαστίζει ο τόπος της φύσης: "Σαστίζ’ η γη κι η θάλασσα, κι ο ουρανός το τέρας,/το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,/κι αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,/χίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα."(Δ.Σολωμός,Carmen Seculare 3-βλ. σημ.[10]). Αυτό που αναζητά η ποίηση ενδημεί σε αυτήν ως κάτι που το είχε ήδη και τώρα το αποζητά. Το αναζητώ μετασχηματίζεται σε αποζητώ και η προϋπόθεση της αθανασίας καταλήγει στη διεκδίκηση της θνητότητας.
Το 1862, επτά χρόνια πριν από το θάνατο του Κάλβου, πριν από τη δραματική επιμονή του να αντισταθεί στην επέλαση ενός οριστικού τέλους ασκώντας την πολιτική του συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, η ΄Εμιλυ Ντίκινσον [Emily Dickinson], η έγκλειστη του ΄Αμχερστ, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, αυτοεξόριστη στον ιδιωτικό της χώρο, μιας και σε κάθε γυναίκα είχαν αρνηθεί έτσι κι αλλιώς τη δημόσια σφαίρα της πολιτικής συμμετοχής, το δικαίωμα της ψήφου, χάρασσε με τη γραφίδα της το ακόλουθο ποίημα [8]:
639
My Portion is Defeat -- today --
A paler luck than Victory --
Less Paeans -- fewer Bells --
The Drums don't follow Me -- with tunes --
Defeat -- a somewhat slower -- means --
More Arduous than Balls --

'Tis populous with Bone and stain --
And Men too straight to stoop again --,
And Piles of solid Moan --
And Chips of Blank -- in Boyish Eyes --
And scraps of Prayer --
And Death's surprise,
Stamped visible -- in Stone –

There's somewhat prouder, over there --
The Trumpets tell it to the Air --
How different Victory
To Him who has it -- and the One
Who to have had it, would have been
Contenteder -- to die --
Σε αυτό το ποίημα του 1862,δεύτερος χρόνος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (1861–1865) [9] η ποιητική φωνή αποδέχεται πως:«Το Μερτικό μου είναι η Ήττα – σήμερα – / μια τύχη πιο ωχρή από τη Νίκη – /Λιγότεροι Παιάνες – μερικές καμπάνες – /Τα τύμπανα δεν ακολουθούν Εμένα - με χαρωπούς σκοπούς -/ Η Ήττα - κάπως πιο αργή - σημαίνει - Πιότερο Κουραστική από τους Χορούς».
Και αφού μεσολαβήσει σχεδόν ανεστραμμένη η παραδοχή του πεπερασμένου ως "η Έκπληξη του Θανάτου, εμφανώς χαραγμένη στην πέτρα" η ποιητική φωνή ακούγεται καθαρή με το βλέμμα χαραγμένο στην πέτρα των κοιμητηρίων:«Είναι κάτι πιο περήφανο, εκεί πέρα –/ Οι τρομπέτες το λένε στον Αέρα –/ Πόσο διαφορετική Νίκη σε Αυτόν που τη δέχτηκε –/ και ο ΄Ενας που την ένιωσε, θα ήταν πλήρης/ικανοποιημένος – να πεθάνει – ».
. [πηγή: youtube]
Εδώ, σε αυτό το χαραγμένο σε ένα μικρό κομμάτι από σκληρό χαρτί ποίημα, που μαζί με άλλα παρόμοια έκρυβε η Ντίκινσον στα συρτάρια της, συντελείται ο μετασχηματισμός της ήττας σε νίκη. ΄Ηττα στον τόπο του κοινωνικού και νίκη στον τόπο του ποιητικού. ΄Ηττα στον οικείο τόπο, νίκη στον ανοίκειο. Απώλεια εδώ κέρδος αλλού. Η μερικότητα του υποκειμένου που επιζητεί την πληρότητα στον ΄Αλλο. Και στους δύο τόπους η θνητότητα είναι γεγονός. Εκείνο που εξασφαλίζει την άρση της είναι το βίωμα της πληρότητας ως προϋπόθεση της αποδοχής του θανάτου. Μια αποδοχή που σημαίνεται στην χαραγμένη πέτρα. Η Ντίκινσον ως ο ΄Αλλος του Νίτσε, του φιλοσόφου που για να δείξει τον άνθρωπο (Ecce Homo/ Iδού ο ΄Ανθρωπος), το δημιούργημα, έδειξε πρώτα νεκρό το δημιουργό, το Θεό. Το έδειξε χαραγμένο στη γραφή "Ο Θεός είναι νεκρός". Το απελευθερωτικό πάθος του αθεϊσμού στο σκοτάδι της δεισιδαίμονος θρησκόληπτης αθεϊας.
Αυτή η ορατότητα της χαραγμένης πέτρας, η ορατότητα της γραφής στην πέτρα του θανάτου, στην πέτρα της θνητότητας μεταμορφώνεται σε μια νίκη. Μια νίκη της γραφής που για να κατακτηθεί πρέπει να διεκδικήσει κανείς τον τίτλο του νεκρού, τον τίτλο του τέλειου, του πλήρους ανθρώπου (δες εκείνο το ευφορικό και δυσφορικό ταυτόχρονα Contenteder, στο τελευταίο στίχο, δηλαδή, ο πλήρης ικανοποίησης). Το σώμα που ακρωτηριάζεται από την έγκλειστη επιθυμία απολαμβάνει τώρα την πληρότητα κάτω από τις πέτρες του κοιμητηρίου. Γιατί έχει χαράξει στην πέτρα το σπάραγμα - ίχνος της πληρότητας αυτής. Η ανατροπή. Η υπέρβαση της θνητότητας μέσω της τεχνολογίας της γραφής που σημειώνει τη θνητότητα, τη σκαλίζει, μετασχηματίζοντας το πεπερασμένο σε έκπληξη, και την έκπληξη του θανάτου στο άρρητο εδώ , στο συγκεκριμένο τόπο της ζωής, και κάπου αλλού, στον ανοίκειο τόπο της δοκιμασίας της ύπαρξης, στο ρητό της αθανασίας του. Εμμένοντας η γραφή στην αθανασία πρέπει αυτός που γράφει να διεκδικήσει το θάνατό του. Ο θάνατος του ποιητή, του δημιουργού, για την αθανασία του ποιήματος, του δημιουργήματος. Μοιάζει μια καλή συμφωνία. Ανοικτή στην πραγμάτωση του νιτσεϊκού στοχασμού πως μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό τους. Ναι, είναι μια νίκη.

Ο πάντα "παρών χρόνος" της συμμετοχής
Η πράξη της συμμετοχής είναι πεπερασμένη. Ο ετοιμοθάνατος Κάλβος επιμένει να συμμετέχει, να ασκήσει το δικαίωμα. Αυτός που επέλεξε την (αυτο)εξορία του από την ελληνική επανάσταστη αλλά και από την "Ιόνια ευφορία" της πνευματικής και εκπαιδευτικής ζωής στην Κέρκυρα. Ποιο είναι το νόημα αυτής της επιμονής προ των πυλών του βιολογικού θανάτου; Αυτή η εμμονή επανανοηματοδοτεί το γεγονός του θανάτου, αναποδογυρίζει τη διαλεκτική. «Να μετατραπεί από συνθήκη της αδυνατότητας μιας εννοηματωμένης ζωής σε μείζονα πηγή νοήματος της ζωής.». «Στο τέλος ο θάνατος, ένα γεγονός της φύσης, ένα βιολογικό φαινόμενο, επαναναδύεται ως πολιτισμικό τεχνούργημα» σημειώνει ο Μπάουμαν και ως εμπράγματη επιβίωση των ιδεών, επαναλαμβάνουμε εμείς.
Το υποκείμενο που διεκδικεί την ιστορία επιλέγει να ζήσει και να πεθάνει για τα καλά. Μια ποίηση που γίνεται ζωή για τον εαυτό της, που πραγματώνεται, μέσω της χεγκελιανής διαλεκτικής, στον εαυτό της. Το υποκείμενο της εαυτότητας [ipsuite] είναι το υποκείμενο του αναστοχασμού. Παθημένο και παιδε(υ)μένο από την καρτεσιανή εκδοχή του έλλογου εγωτισμού, όπου το εγώ είναι ο/η έγκλειστος της ορθολογικότητας, ο/η παραδομένος/η στο φόβο της δαιμονικής εξαπάτησης (cogito ergo sum). Η ψήφος των ποιητών δε φαίνεται να εκλέγει εκείνους που υπολογίζουν την απόστασή τους από την πιθανότητα της εξαπάτησης-τουτέστιν από εκείνους που επινοούν το κακό αντί ενός κάθε φορά επερχόμενου κόσμου. Δε σκέφτονται πώς ξέρουν ότι ο δαίμων δεν τους εξαπατά κατά το καρτεσιανό παράδειγμα. Η ψήφος των ποιητών εκλέγει όσους ανοίγονται στη σαφήνεια της ζωής με τη διακινδύνευση κάθε ενδεχόμενου. Δεν σκέφτονται το δαίμονα γιατί επιλέγουν την ιστορία. Και είναι μια χειρονομία ιστορίας και ο εγκλεισμός της Ντίκινσον και η αυτοεξορία του Κάλβου. Είναι επιλογή ανοιχτή στις συνέπειές της. Η ψήφος των ποιητών διακρίνει τον εγωτισμό από την εαυτότητα. Προκρίνει τις γέφυρες.
Η εαυτότητα είναι ακόμη εδώ στο χρόνο του τώρα. Στις εποχές που οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στον παγχρονικό/αχρονικό «χρόνο του τώρα» [jetztzeit] κατά Μπένγιαμιν. Στον Ενεστώτα των ορισμών και των αξιωμάτων, στον Ενεστώτα του προοίμιου κάθε επικής ποιητικής. Στον Ενεστώτα του οριστικού και αμετάκλητου. Βρισκόμαστε ακόμη στον 19ο αι. Στις εποχές που από στοχασμό σε στοχασμό και σχεδίασμα σε σχεδίασμα ο Σολωμός πραγματώνει τη χεγκελιανή συνύπαρξη των αντιθέτων. Και μέσα από την κατάφαση της ζωής και την άρνηση των πολιορκισμένων-πολιορκημένων συντελείται μια κατάφαση στο παροδικό ενδεχόμενο που εμμένει στην ιστορία σε αυτό το ποίημα του καθήκοντος, όπως αλλιώς ονόμασε ο Σολωμός τη σύνθεση αυτή (Il Poema del Dovere). Ενός καθήκοντος που προκύπτει ως επιλογή της εαυτότητας και όχι του εγώ. Ως επιλογή του υποκειμένου που συγκροτείται υπό το βάρος των δυνάμεων της άνοιξης που του ασκούνται και που αναστοχάζεται. Όχι για να εντοπίσει τον πειρασμό/δαίμονα της καρτεσιανής εξαπάτησης αλλά τον πειρασμό του χεγκελιανού αναστοχασμού ως τεκμήριο της υποκειμενικότητας που επιλέγει από το όριο της θέσης της: "Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,/Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,/ Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους/Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος./ Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, /Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,/ Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,/ Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,/ Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια./ Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα./ Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,/ Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,/ Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,/ Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο./ Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες· /Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!/ Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, /Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,/ Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,/ Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,/ Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του./ 7. Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα." (Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι, γ΄Σχεδίασμα).[10]

"O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, /Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε. /Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, /Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, /Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη. /Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,/Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, /Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· /Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο./ Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, /H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·/Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· / Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει./Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της."(Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι,β΄Σχεδίασμα)

β[Γ.Μαρκόπουλος, Ν.Ξυλούρης τραγουδούν Δ.Σολωμό, 1976. Πηγή:you tube]
Πρέπει κανείς να επιλέξει τι διεκδικεί καθώς ζει τείνοντας στο όριο του θανάτου. Τον εσαεί παρόντα χρόνο της Πόλεως (για να θυμηθούμε και πάλι το ερώτημα της αφόρμησης αυτής της περιδιάβασης) ή τον παρελθόντα χρόνο εκάστου πολίτη; To εσαεί παρόν φως με ασυνέχειες από εκπλήξεις θανάτου ή τον εσαεί θάνατο με πρόσκαιρες αναλαμπές; Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας σηματοδοτεί – όπως κάθε πολιτική διαχείριση – την κίνηση προς μια επιλογή. Ο Κάλβος έχει βιώσει τη βάσανό της και έχει επιλέξει σε τι θα ηττηθεί και σε τι θα νικήσει.

Ο Κάλβος,ο δικός μας (ε)αυτό-εξόριστος, στα 1816, πενθώντας (ίσως αναδρομικά και το θάνατο του πατέρα) το θάνατο της μητέρας του, μιας άλλης γυναίκας, προαναγγέλλει τη νίκη για την οποία θα μιλήσει η γυναίκα από το ΄Αμχερστ, η Ντίκινσον, στα 1862. Η συνανάγνωση του ποιήματος υπ.αριθμ 639 και της Ωδής Εις Θάνατον είναι η σχέση ανάμεσα στην νίκη του έγκλειστου ποιητικού τόπου της ποιήτριας και της επιλογής για συμμετοχή στις εκλογές του αυτοεξόριστου και άρρωστου ποιητή. Μια συνανάγνωση στον πάντα παρόντα χρόνο. Γράφει ο Κάλβος, δεκατέσσερα χρόνια πριν γεννηθεί η Ντίκινσον (1830), πενθώντας τη γυναίκα της δικής του γέννας: " ο ήλιος κυκλοδίωκτος,/ ως αράχνη, μ' εδίπλωνε/ και με φως και με θάνατον/ ακαταπαύστως.".(Κάλβος, Ωδή «Εις θάνατον», στροφή κ΄, στίχ. 97-100). [11] Η Ντίκινσον θα τον (και μας) παρηγορήσει δεκαετίες μετά φέρνοντας κοντά στο σκοτάδι το φως όπως εκείνος: " Κι όμως ο Χρόνος συνεχίζεται- Το λέω χαρούμενη σ' όσους πονάνε τώρα- Θα ζήσουν Υπάρχει Ήλιος- Δεν το πιστεύουν τώρα-" (ποίημα υπ.αριθμ.1338, μτφρ. Ερρίκος Σοφράς) [12]

Αλλά κατά ένα θαυμαστό τρόπο, τον τρόπο αυτού του αιώνα, και ο Κάλβος, όπως αργότερα και η Ντίκινσον (που όταν αυτός φεύγει εκείνη επιμένει στη γραφή), το μερτικό στην ήττα της θνητότητας αντιστρέφεται σε νίκη. Διαβάζουμε σε επόμενες στροφές της Ωδής 'Εις Θάνατον": "Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον είναι;/ τώρα οπού βλέπω/ τον θάνατον με θάρρος,/εγώ κρατώ την άγκυραν/της σωτηρίας." - λβ΄στροφή - "Eγώ τώρα εξαπλώνω/ ισχυράν δεξιάν/ και την άτιμον σφίγγω/πλεξίδα των τυράννων δολιοφρόνων." - λγ΄στροφή - "Eγώ τα σκήπτρα στάζοντα αίματος και δακρύων/ καταπατώ• και καίω/ της δεισιδαιμονίας/το βαρύ βάκτρον."
Η Ντίκινσον του αμερικανικού εμφυλίου αναμετριέται με τη ζωή και τη ζωή της. Ο Κάλβος, ο καρμπονάρος, ο αυτοεξόριστος,ο "μελισσουργός" επιλέγει να αναμετρηθεί με τη θνητότητα της ατομικότητας και την αθανασία της εαυτότητας χτυπώντας το πέρασμα, καταπατώντας και καίγοντας τη δεισιδαιμονία.

Ποια είναι λοιπόν η εκλογή των ποιητών;
Ο Ουόλτ Ουίτμαν [Walt Whitman] από τον ίδιο αιώνα (μα και από διαφορετικό χρονικό σημείο του) με τον Κάλβο, το Σολωμό και τη Ντίκινσον, θέτει στον εαυτό του το ζήτημα της επιλογής

[...] "Ω εμένα! Ω Ζωή! Τι καλό ανάμεσα σε όλα αυτά;
Η απάντηση
Ότι είσαι εδώ – ότι υπάρχει ζωή και ταυτότητα
Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται, και εσύ θα συμβάλλεις με έναν στίχο"
Και επιλέγει τον τόπο της ποίησης για να παρέμβει στον τόπο της μη-ποίησης, τον τόπο της μετεμφυλιακής αμερικανικής δημοκρατίας του 19ου αι.": "Τα λόγια των αληθινών ποιημάτων σας δίνουνε περσότερο/από ποιήματα, /Σας δίνουνε να φκιάσετε για τον εαυτό σας ποιήματα, θρησκείες, /πολιτική, πόλεμο, ειρήνη, φέρσιμο, ιστορία, δοκιμές, καθημερινή /ζωή, κι ό,τι άλλο ακόμα, /Ισοζυγιάζουνε τάξεις, χρώματα, φυλές, θρησκεύματα και γένη, /Δεν κυνηγούν την ομορφιά μα κυνηγιούνται, /Πάντα αγγίζοντάς τα ή κολλημένη μαζί τους ακλουθάει η ομορφιά, /Ποθοπλάνταχτη, διψώντας, λυώνοντας για αγάπη."(Ουίτμαν, Φύλλα Χλόης) [13].
Αυτή είναι η ψήφος, η εκλογή, των ποιητών. Η διαχείριση της αθανασίας. Το κυκλοδίωκτον της ζωής. Τα ποιήματα που δεν κυνηγούν την ομορφιά μα κυνηγιούνται.Το χάραγμα της γραφής στην πέτρα. Αυτός ο άλλος τόπος που επιζητεί τον τόπο το δικό μας. Αυτή η άλλη ζωή που επιθυμεί τη δική μας ζωή, ανατρέποντας.

Βαγγέλης Ιντζίδης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
{1] Χατζημανωλάκη Πόλυ. 2008. Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ. Αθήνα: εκδ. Ταξιδευτής.
[2] Η σύζυγος του Κάλβου
[3] Π.Χατζημανωλάκη, ό.π. σ.19
[4] συμμετείχε στις εκλογές μόνον και μόνον για να του δώσουν χρήματα – οι κομματικές κλούβες που τον μάζεψαν – για να πάει μετά να πιει αλκοόλ, που τελικά τον σκότωσε . Το πρωί της επομένης των εκλογών βρέθηκε ημιθανής σε ένα χαντάκι και ξεψύχησε σε ένα νοσοκομείο την ίδια μέρα (από το βιβλίο της Π.Χατζημανωλάκη)
[5] Η Χατζημανωλάκη υπονοεί ότι το λογοτεχνικό περιοδικό "'Μέλισσα" - περιοδικό ενός κύκλου ανθρώπων -κάτι ανάμεσα σε τυχοδιώκτες και επαναστάτες- που ζούσαν στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια της πρώτης εξορίας του καρμπονάρου Κάλβου εκεί - αναφερόταν και σε θέματα μελισσοκομίας (για αυτό και η ονομασία του μπλογκ της «
Πινακίδες από κερί» αλλά κι όχι μόνον για αυτό).
[6] Zygmunt Bauman.Θνητότητα, αθανασία και άλλες στρατηγικές ζωής. Στο Μακρυνιώτη Δ.(επιμ). 2008. Περί θανάτου: Η πολιτική διαχείριση της θνητότητας.μτφρ. Κ.Αθανασίου. Αθήνα:νήσος
[7]πρβλ. Alain Badieu. Language, Thought, Poetry. Στο Badieu A.2004. Alain Badieu.Theoritical Writings.Λονδίνο: Continuum.

[8]Johnson, Th. (ed.) 1993. The Complete Pοems of Emily Dickinson. Βοστόνη: Little,Brown & Company. Απόπειρα απόδοσης για τις ανάγκες του μη αγγλόφωνου αναγνώστη. Δε θα τολμούσα να μεταφράσω αυτή την ποιήτρια. Υπάρχουν ο Διονύσης Καψάλης και ο Ερρίκος Σοφράς που έχουν κατορθώσει μεταφραστικό επίτευγμα αποδίδοντας ποιήματά της στα νέα ελληνικά.
[9] Ενός εμφυλίου πολέμου που στοίχισε στις Η.Π.Α. νεκρούς περισσότερους από τους νεκρούς που είχαν από τη συμμετοχή τους και στους δύο παγκόσμιους πολέμους και στον πόλεμο του Βιετνάμ.

[10] Βλ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού.http://www.snhell.gr

[11] Κάλβος Ανδρέας. 1997. Ωδαί (Η Λύρα - Λυρικά - Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος). Αθήνα:Ωκεανίδα.

[12] Ντίκινσον Έμιλυ. 2005. 44 ποιήματα και 3 γράμματα. Μτφρ. Ερρίκος Σοφράς. Αθήνα : εκδ. ροδακιό

[13] Ουίτμαν Ουόλτ [Walt Whitman]. 1956. Φύλλα Χλόης. Απόδοση. Ν.Προεστόπουλος. Aθήνα:εκδ. Εστία.

(παρεκβάσεις )
Και ο περισπούδαστος αναγνώστης σχολιάζει δεν παθιάζεται. Αλλά το πάθος είναι υπόθεση συνείδησης αναπνοής από επίγνωση θανάτου. Ο περισπούδαστος αναγνώστης δεν αναπνέει. Δεν θριαμβολογεί. Δεν ερμηνεύει. Δεν αυθαιρετεί. Αντιστέκεται στη χειραφέτηση να θεωρεί. Αυτός ο αναγνώστης γνωρίζει το νόμο από τη γραφή και την ανομία από την ερμηνεία της. Αυτός ο νεκρός αναγνώστης ενός νεκρού συγγραφέα.
Κι ο αναλφάβητος αναγνώστης κάνει τις λέξεις σήματα. Ξέρει να σου πει για αυτά κι όταν αυτά χαθούν. O Eαυτός του σημαινόμενο στα σημαίνοντα. Για αυτόν γράφονται τα ποιήματα. Επειδή η ποίηση είναι άγνοια. Είναι ανείπωτη. Απόπειρες τομής σε κάθε ολοκληρωτισμό της συνέχειας. Η ποίηση είναι το περιττό του
α-νόητου. Ο αναγνώστης της παρανόησης μόνος, αδικαίωτος και άγνωστος διαβάζει όσα φθείρονται. Αυτόν επιχειρεί να εξοντώσει κάθε θεσμός υπό το πρόσχημα της κατανόησης. Σε αυτόν απευθύνονται οι ποιητές. Με κάθε αδιέξοδη αποκλειστικότητα. Αυτοί που επιζητούν την αθανασία από θάνατο προσφέρουν αθανασία θανάτου. Ο αναλφάβητος αναγνώστης είναι αναλφάβητος σκοπιμοτήτων. Το ποίημα λιγοψυχά με την ανάγνωση της επάρκειας. Για αυτούς τους αναγνώστες γράφεται αναλφάβητα η ποίηση.

Aλλά επίκαιρο φαίνεται με την ανάρτηση και η πρόσφατη έκθεση νεκρών σωμάτων "Bodies" που σχολιάζεται στην δεξιά στήλη με τον τίτλο "Ζώντας ανάμεσα στους νεκρούς".

18 σχόλια:

ναυτίλος είπε...

Έξοχο !!! Ένα πραγματικό metissage!
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να συνυπάρξουν: Κάλβος και Σολωμός και Εμιλι Ντίκινσον και Νίτσε και Γουίτμαν ... Λάουθ και Άμχερστ ;
Τελικά νομίζω ότι το δίχως άλλο ο Κάλβος ήταν ένας ερασιτέχνης μελισσοκόμος και κατόρθωσε έστω και στον αφιλόξενο για τις μέλισσες Βορρά να εξασκήσει την τέχνη του . Λέγεται μάλιστα ότι μετέδωσε το πάθος του στον Άλφρεντ Τέννυσον που είχε γεννηθεί σε εκείνη την περιοχή , στο Σόμερσμπι του Λινκολσάιρ (στο Λουθ άλλωστε πήγε σχολείο).Ο Τέννυσον επισκεπτόταν συχνά το Λουθ , όπου όπως έλεγε πέρασε μερικά από τα καλύτερά του χρόνια . Κι όταν πήγε εκεί ο Κάλβος , συχνά συναντιόντουσαν μίλαγαν για τον Τζορντάνο Μπρούνο και εντρυφούσαν στον πανθεϊσμό του Σπινόζα ενώ κάθονταν στο λειβάδι μπροστά στα μελίσσια ... Τότε ήταν άλλωστε που ο Τέννυσον εμπνεύστηκε το εξαιρετικό του ποίημα :"Come down , O' Maid" που τελειώνει με το παρακάτω δίστιχο με την εκπληκτική παρήχηση και που όταν διαβαστεί σωστά αισθάνεσαι το ζουζούνισμα των μελισσών στο λειβάδι του Λινκολνσάιρ : The moan of doves in immemorial elms / And murmuring of innumerable bees .

Πόλυ Χατζημανωλάκη είπε...

Βαγγέλη μου και πάλι εύγε και από μένα.

Καμαρώνω πραγματικά που το πονημάτιό μου υπήρξε αφορμή για έμπνευση.

Σωστά τα λες. Ο θάνατος πεθαίνει από έμπνευση.

ναυτίλος είπε...

Να ομολογήσω ότι τώρα ανυπομονώ να μάθω τι απέγιναν οι μέλισσες του Κάλβου κι αν κατάφεραν ποτέ να δώσουν μέλι .Αν κι από τον τίτλο του βιβλίου φαντάζομαι ότι θα πρέπει ακόμα να τριγυρνούν στο Λίνκολνσάιρ. Πάντως θα πάρω το βιβλίο της αγαπητής Πόλυς για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου και θα επανέλθω ...

βαγγελης ιντζιδης είπε...

Αγαπητέ Ναυτίλε,
αγαπητή Πόλυ,
σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας και τον κόπο της ανάγνωσης.
Να είστε καλά και na blogosyntrofeyomaste!

βαγγελης ιντζιδης είπε...

Κι όμως όπως φαίνεται από την ιστορία των ιδεών και από τα ποιητικά του κείμενα συνυπάρχουν!
Β.Ι.
ερμηνευτικά - εννοώ - και όχι ως εύρημα είναι ο 19ος αιώνας μ.Χ. στο δυτικό πολιτισμό.

Ανώνυμος είπε...

Άλλο ένα έξοχο κείμενο που ερμηνεύει την έμπνευση και εμπνέει την ερμηνεία. Πως τελικά σε κάτι τέτοιες συναντήσεις επιθυμιών και ευθύνης συνυπάρχουμε. Πως το διακείμενο δεν είναι ένα ακόμα χρηστικό εργαλείο, αλλά μία απτή, ενυπάρχουσα αλέα δράσης. Η θαυμάσια όψη μας.

Πόλυ Χατζημανωλάκη είπε...

Αντιγράφω ως σχόλιο, το υστερόγραφο στην ανάρτηση για τις δυο πριγκίπισσες από τις χίλιες και μια νύχτες, στις Πινακίδες από κερί:
"Εκ των υστέρων - μπορεί να ήταν έτσι από την αρχή - συνειδητοποίησα τη σχέση αυτού του ποστ με την ψήφο των ποιητών του Βαγγέλη Ιντζίδη στο Metissage. Πώς δηλαδή η Σεχραζάτ "που είχε διαβάσει τα έργα των ποιητών και τα ήξερε απ' έξω" νικά το θάνατο με τη δημιουργία και την αφήγηση.

Όσο για την Μπαντρ ουλ Μπουντούρ, παρά την κωμικοτραγική αποδομημένη κηδεία της από τον Wallace Stevens με το ποίημα "Τα σκουλήκια στην Πύλη του Παραδείσου", πάλι ένα σήμα μνήμης αποκτά, μια επιτύμβια επιγραφή με την οποία θα τη θυμόμαστε για πάντα."

βαγγελης ιντζιδης είπε...

Πόλυ όπως ήδη σχολίασα στο μπλογκ σου
το υστερόγραφο και μάλιστα εκ των υστέρων που είναι και εκ των προτέρων είναι ένα σήμα
Να είσαι καλά
Βαγγέλης Ι,

Ανώνυμος είπε...

ΥΠΕΡΟΧΟ. . . . . . . ΕΛΕΟΝΟΡΑ

βαγγελης ιντζιδης είπε...

αγαπητοί επώνυμοι-ανώνυμοι φίλοι
Γιώργο Π. και Ελεονόρα Σ.Φ. σας ευχαριστώ.

Ανώνυμος είπε...

σε αυτό το κείμενό σας
λυτρώνομαι από το βάρος της φιλολογικής γραφειοκρατίας και ανασαίνω ποίηση και ζω ζωή
σας ευχαριστώ
Αγγελική Κ.

βαγγελης ιντζιδης είπε...

Αγγελική σε ευχαριστώ
είναι μια συνέχεια που ετοιμάζω για τα όσα είπαμε περί γραφής, γραφειοκρατίας και φιλολογίας
θα τα πούμε
Βαγγέλης

βαγγελης ιντζιδης είπε...

Είναι φορές που σκέπτομαι (μου περνάει από το μυαλό) τα εξής: μαλλον κάθε μπλογκ αντιστρατεύεται την αφήγηση, τη διασπά σταματώντας τους εγκιβωτισμούς της γιατί η αφήγηση επανεντάσσει την ατομικότητα στο προαπαιτούμενο προσδιοριστικό της, τη συλλογικότητα και την τελετή σήμα της συνεύρεσης του κοινωνικού.
Σήμερα ο καθείς με την πραγμάτεια του στα μπλογκ υμνεί την ατομικότητα εν τω μηδενισμώ της τελικά (μήτε εμού ασφαλώς εξαιρουμένου).
Αρχίζω να σκέφτομαι μήπως το μπλογκ είναι μια παγίδευση του ούτως ή αλλιώς ανταγωνιστικού. Ο αθέσμιτος ολοκληρωτισμός πολύ φοβούμαι
και ίσως είναι η ώρα να επιστρέψουμε στους χάρτες της αφήγησης και όχι στο άτοπον της μη δημοκρατίας
Μήπως να καταργήσω τα μπλογκς μου;
βαγγέλης ιντζίδης
επηρεασμένος από μια βαθύτατη ανάλυση σε χτεσινοβραδινή εκδήλωση.
Και μου τη δίνει αγρίως να διαβάζω την ανταγωνιστικότητα αντί της αφήγησης στο μπλογκοσχεδιασμό του νοήματος.΄ενας θάνατος της αθανασίας είναι το μη θεσμικό διαδίκτυο. Τι λέτε;
Βαγγέλης Ιντζίδης

Ανώνυμος είπε...

κ.Ιντζίδη,
μελέτησα το κειμενό σας αρκετά προσεκτικά. Ο αγωνιώδης τρόπος με τον οποίο πασχίζετε στα πάθη της ποίησης αναδεικνύει μια ανάγκη για να προσδιοριστει ένα νοημα της δημιουργικοτητας.Τελικα μήπως η ποίηση είναι ακριβώς αυτή η αναζήτηση;
Γιάννης Λάζος

Faros είπε...

«… Πρέπει να τιμήσει τις αναμνήσεις του. Να τιμήσει εκείνους που του χάρισαν τόσες εικόνες και τόσες λέξεις. Τώρα φοβάται. Φοβάται περισσότερο το φόβο του. Κι ενώ είναι λυσσασμένος και πεινασμένος για λέξεις και εικόνες, γι’ αυτόν δεν έγραψε ποτέ. Κι όμως, αυτά θα τον σώσουν. Μόνο γράφοντας θα σωθεί. Και πώς θα βγει από το πηγάδι;»

Απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου.

Μόνο γράφοντας θα σωθεί λοιπόν.


Η δημιουργία - η αθανασία - η σωτηρία.

Αυτό το θέμα φαίνεται να στοιχειώνει στα κείμενα ποιητών όπως εσείς ή ο κύριος Ελευθερίου.

βαγγελης ιντζιδης είπε...

αυτή η αναζήτηση (γιάννη)αλλά και τα στοιχειά της δημιουργίας, της αθανασίας,της σωτηρίας (φάρε)είναι και οι απόπειρες γραφής. Λες και η γραφή είναι μια ιδεοληπτική τελετουργία για να βγεις έξω από σένα και να μιλήσεις καθ υπαγόρευση
της ποίησης. Αλλά το τι θα ακούσεις, το πώς θα συνδυάσεις τα σπαράγματα της ακοής σου, ή και θα μεταφράσεις το ολοφραστικό μόρφωμά της σχετίζεται με το πόσο εξοικειωμένος είναι κανείς με τη συνέχεια μιας φράσης που ολοκληρώνεται από άνθρωπο σε άνθρωπο στο χρόνο της ιστορίας, ως εκεί που λένε που ατέλειωτα τελειώνεται ο χρόνος.
Να... σκεφτόμουν σκυφτός περπατώντας - του ανέμου κόντρα - σε μια ανηφόρα της συνοικίας μου στίχους από την ΄Εμιλυ κι ανασηκώνοντας το βλέμμα είδα το σπίτι με τον κήπο της κυρίας Μαρίκας που μας άφησε το καλοκαίρι αυτό. Κι άδειασε η ψυχή μου από τη θλίψη μιας τελείας. Ρημάζει το σπίτι και ο κήπος. Και σκέφτηκα πως τι καλά που θα ήταν περνώντας από ό,τι αγγίξαμε να τα δώσουμε σε συνέχεα στους άλλους και μετά σε άλλους και σε άλλους.
Και τότε μαλάκωσε η θλίψη και μου έκανε τη χάρη και εκείνη η δύστροπη εγωτική μου έμπνευση να φτιασιδώνεται σε μια φαντασίωση αποθέωσης για την προσφορά της, και να οι ιδέες, και να τα πασπαλίσματα από φράσεις και τα αποσπάσματα, όπως εκείνες οι πινελιές που με τι ρυθμό οι γυναίκες ετοιμάζουν και εμεις τις περιμένουμε αμήχανα. Θέλω να πω πως δημιουργία είναι να δίνεις τα δικά σου και αθανασία είναι εκείνοι που τα υποδέχονται να τα δίνουν σε άλλους και σωτηρία είναι να μη ρημάζουν τα πράγματα, τα βιβλία, οι κήποι, οι θάλασσες, οι πατρίδες.
Αυτή η ησυχία είναι η ποίηση και αυτή η αγωνία είναι τα ποιήματα και αυτή η εγωπάθεια είναι το διαμέλισμα των ποιητών ίσαμε να ριζώσουμε άνθρωποι πια στον Εαυτό από υλικότητα αντιύλης.
Να μη ρημάξουν τα πράγματα να τα αγγίξουν και άλλοι όπως αγγίζουμε τα ποιήματα, τα ραμμένα στα συρτάρια της και κρυμμένα ανάμεσα στις λεβάντες, της Ντίκινσον σήμερα κι όπως συνεχίζεται η περιποίηση των κήπων της στο ΄Αμχερστ. Αυτό είναι το σήμα της ποίησης.
ευχαριστώ που δέχεστε να σας μοιράζω και να μοιράζετε και αυτό το μπλογκ
Βαγγέλης ιντζίδης

Ανώνυμος είπε...

Χορεύεις
στους αγρούς
Σε μια κερήθρα
Αβασίλευτη η ψυχή
Ποιο νέκταρ χαίρεται

Από τη βιογραφία του χρόνου

Στα πανωτόπια του Λιλκολνσάιρ...

βαγγελης ιντζιδης είπε...

Aγαπητή Αρσινόη
ευχαριστώ για την υπόμνηση-σύνδεση των στίχων μου με την ανάρτηση
ΑΛλά μια στιγμή
Μου - είδες έγραψα μου
Στίχων δίχως μου
αφού έτσι κι αλλιώς ότι κατάφερα να κρυφακούσω από τη ζωή
και αν κρυφακούγοντας το έπιασα καλά
αυτό και γράφω
β.ι.